- δύουσα
- δύω 2cause to sinkpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλιόκρουγμα — και λιόκρουγμα και λιόκρουμα, το 1. η ανατολή τού ήλιου 2. ο ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1 < ηλιο * + κρούω «χτυπώ» (εδώ το ρ. κρούω έχει την ειδικότερη σημ. ότι ο ήλιος χτυπά με τις ακτίνες του τη δύουσα σελήνη) με τη σημ. 2 <… … Dictionary of Greek
διαπιδύουσα — διαπῑδύουσα , διά πιδύω gush forth pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιδύουσα — πῑδύουσα , πιδύω gush forth pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπιδύουσα — ἀναπῑδύουσα , ἀναπιδύω spring up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)